- καταμειδιώ
- καταμειδιῶ, -άω (Α)μειδιώ εις βάρος κάποιου, καταφρονώ κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταμειδιῶ — καταμειδιάω smile at pres imperat mp 2nd sg καταμειδιάω smile at pres subj act 1st sg (attic epic ionic) καταμειδιάω smile at pres ind act 1st sg (attic epic ionic) καταμειδιάω smile at imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειδιώ — (ΑM μειδιῶ, άω) 1. γελώ μόνο με σύσπαση τών χειλιών μου χωρίς ήχο γέλιου, χαμογελώ 2. μτφ. έχω ευχάριστη ή χαρούμενη όψη ή έχω διάθεση ευνοϊκή απέναντι σε κάποιον («η τύχη άρχισε να μού μειδιά») νεοελλ. χαμογελώ ειρωνικά («μόλις διάβασε το γράμμα … Dictionary of Greek